- πλεοέλασσον
- πλεο-έλασσον, Adv.A more or less, PMonac.4.10 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεοέλασσον — και πλεωέλαττον Α επίρρ. περισσότερο ή λιγότερο, λίγο πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον + ἔλασσον] … Dictionary of Greek